rail


rail
Προφορά

{reıl}

(Ουσιαστικό)
● σιδηρά ράβδος
● ξύλινη ράβδος
● ράγια
● κάγκελο
● κιγκλίς
● βέργα
● είδος αμφιβίου πτηνού

(Ρήμα)
● κιγκλιδώ
● υβρίζω
● χλευάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.