racket


racket
Προφορά

{‘rækıt}

(Ουσιαστικό)
● θόρυβος
● εκβιαστική ενέργεια
● εκβιαστική ομάδα
● δικτυωτό διά το κτύπημα σφαίρας τέννις
● ρακέτα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.