queer Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply queerΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/q/queer.mp3{kwıər} (Ουσιαστικό)● ομοφυλόφιλος● αρσενοκοίτης● πούστης● παιδεραστής● παράξενος● αλλόκοτος● ύποπτος● αδιάθετος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση