queer


queer
Προφορά

{kwıər}

(Ουσιαστικό)
● ομοφυλόφιλος
● αρσενοκοίτης
● πούστης
● παιδεραστής
● παράξενος
● αλλόκοτος
● ύποπτος
● αδιάθετος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.