quarantine


quarantine
Προφορά

{‘kwɔ:rən,ti:n}

(Ουσιαστικό)
● απομόνωση
● κάθαρση
● καραντίνα
● λοιμοκαθαρτήριο

(Ρήμα)
● απομονώ
● απαγορεύω την επικοινωνίαν

└[Εκφράσεις]┘
● be in quarantine = είμαι σε καραντίνα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.