quarantine Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply quarantineΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/q/quarantine.mp3{‘kwɔ:rən,ti:n} (Ουσιαστικό)● απομόνωση● κάθαρση● καραντίνα● λοιμοκαθαρτήριο (Ρήμα)● απομονώ● απαγορεύω την επικοινωνίαν └[Εκφράσεις]┘● be in quarantine = είμαι σε καραντίνα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση