qualify


qualify
Προφορά

{‘kwɒlə,faı}

(Ρήμα)
● έχω τα προσόντα
● καθιστώ αρμόδιο
● γίνομαι ικανός
● γίνομαι αρμόδιος
● δικαίουμαι
● χαρακτηρίζω
● τροποποιώ
● μετριάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.