qualify Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply qualifyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/q/qualify.mp3{‘kwɒlə,faı} (Ρήμα)● έχω τα προσόντα● καθιστώ αρμόδιο● γίνομαι ικανός● γίνομαι αρμόδιος● δικαίουμαι● χαρακτηρίζω● τροποποιώ● μετριάζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση