purposely Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply purposelyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/purposely.mp3{‘pɜ:rpəslı} (Επίρρημα)● σκοπίμως Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση