purpose


purpose
Προφορά

{‘pɜ:rpəs}

(Ουσιαστικό)
● πρόθεση
● προορισμός
● σκοπός

(Ρήμα)
● σκοπεύω
● προτίθεμαι

└[Εκφράσεις]┘
● on purpose = επίτηδες
● εξεπίτηδες
● to no purpose = σε χωρίς λόγο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.