purity Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply purityΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/purity.mp3{‘pjʋrətı} (Ουσιαστικό)● καθαρότης● καθαρότητα● αγνότης● αγνότητα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση