purblindness Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply purblindnessΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/purblindness.mp3{‘pɜ:r,blaındnıs} (Ουσιαστικό)● ελλιπής όραση● μυωπία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση