pull


pull
Προφορά

{pʋl}

(Ουσιαστικό)
● έλξη
● μέσο επιρροής

(Ρήμα)
● αποσπώ
● μυξοκλαίω
● σύρω
● έλκω
● τραβώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.