puff


puff
Προφορά

{pʌf}

(Ουσιαστικό)
● μπουφές
● πνοή
● φούσκα
● φύσημα
● φούσκωμα

(Ρήμα)
● φυσιώ
● φυσώ
● φουσκώνω
● υπερεγκωμιάζω
● λαχανιάζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.