puerility Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply puerilityΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/puerility.mp3{,pjʋ’rılətı} (Ουσιαστικό)● παιδαριωδία● παιδαριώδες● ανοησία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση