prospect


prospect
Προφορά

{‘prɒspekt}

(Ουσιαστικό)
● θέα
● προοπτική
● προσδοκία
● άποψη

(Ρήμα)
● ενεργώ
● διερευνώ
● μεταλλεύομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.