proportion Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply proportionΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/proportion.mp3{prə’pɔ:rʃən} (Ουσιαστικό)● αναλογία● ποσοστό (Ρήμα)● κανονίζω αναλογώς Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση