proof


proof
Προφορά

{pru:f}

(Επίθετο)
● αδιαπέραστος
● αντέχων
● ασφαλής

(Ουσιαστικό)
● απόδειξη
● πειστήριο
● δοκιμή
● δοκίμιο
● δοκιμασία
● έλεγχος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.