profit Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply profitΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/profit.mp3{‘prɒfıt} (Ουσιαστικό)● απολαβή● όφελος● ωφέλεια● κέρδος (Ρήμα)● κερδίζω● ωφελώ● ωφελούμαι └[Εκφράσεις]┘● with a view to profit = με το αζημίωτο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση