profit


profit
Προφορά

{‘prɒfıt}

(Ουσιαστικό)
● απολαβή
● όφελος
● ωφέλεια
● κέρδος

(Ρήμα)
● κερδίζω
● ωφελώ
● ωφελούμαι

└[Εκφράσεις]┘
● with a view to profit = με το αζημίωτο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.