prison Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply prisonΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/prison.mp3{‘prızən} (Ουσιαστικό)● φυλακή● ειρκτή Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση