principal


principal
Προφορά

{‘prınsəpəl}

(Επίθετο)
● κυριότερος
● συμβαλλόμενος
● πρωταίτιος

(Ουσιαστικό)
● αρχικό κεφάλαιο
● αυτουργός
● διευθυντής σχολείου
● εντολέας
● κεφάλαιο
● κύριος
● αρχηγός
● διευθυντής
● σχολάρχης

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.