press


press
Προφορά

{pres}

(Ουσιαστικό)
● πίεση
● πιεστήριο
● πρέσα
● τύπος εφημερίδες
● φύλλο εφημερίδας
● τύπος

(Ρήμα)
● επιστρατεύω βίαια
● πιέζω
● πρεσάρω
● σιδερώνω
● ζορίζω
● στριμώχνω
● σιδηρώνω

└[Εκφράσεις]┘
● go to press = πάω στο πιεστήριο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.