preparatory


preparatory
Προφορά

{prı’pærə,tɔ:rı}

(Επίθετο)
● προπαρασκευαστικός
● προκαταρκτικός

(Ουσιαστικό)
● προπαιδεία
● προετοιμασία
● βραδυνή μελέτη

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.