prejudice


prejudice
Προφορά

{‘predʒədıs}

(Ουσιαστικό)
● ζημιά
● ζημιογόνος πράξη
● προκατάληψη
● πρόληψη

(Ρήμα)
● προκαταλαμβάνω
● ζημιώ

└[Εκφράσεις]┘
● to the prejudice of = στην προκατάληψη τού

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.