preacher Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply preacherΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/preacher.mp3{‘pri:tʃər} (Ουσιαστικό)● ιεροκήρυξ● ιεροκήρυκας● κήρυκας Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση