prayer Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply prayerΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/prayer.mp3{preər} (Ουσιαστικό)● προσευχή● δέηση● παράκληση● προσευχόμενος └[Εκφράσεις]┘● Lord’s prayer = πάτερ ημών Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση