practise


practise
Προφορά

{‘præktıs}

(Ουσιαστικό)
● πρακτική
● πράξη
● χρήση
● άσκηση
● μάθηση
● εξάσκηση
● έθιμο
● πείρα
● συνήθεια
● πελατεία

(Ρήμα)
● ασκούμαι
● εφαρμόζω
● εξασκώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.