portland Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply portlandΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/portland.mp3{‘pɔ:rtlənd} (Ουσιαστικό)● τσιμέντο για της καμινεύσεως ασβεστόλιθου και πηλού Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση