port


port
Προφορά

{pɔ:rt}

(Ουσιαστικό)
● λιμήν
● λιμάνι
● φιλιστρίνι
● συμπεριφορά
● αριστερή πλευρά πλοίου

(Ρήμα)
● μπουκάρω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.