pool


pool
Προφορά

{pu:l}

(Ουσιαστικό)
● μικρή λίμνη
● λιμνούλα
● πισίνα
● κερδοσκοπικός συνεταιρισμός
● κοινοπραξία
● κοινό ταμείο
● σφαιριστήριο
● μπιλιάρδο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.