pool Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply poolΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pool.mp3{pu:l} (Ουσιαστικό)● μικρή λίμνη● λιμνούλα● πισίνα● κερδοσκοπικός συνεταιρισμός● κοινοπραξία● κοινό ταμείο● σφαιριστήριο● μπιλιάρδο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση