polish


polish
Προφορά

{‘pɒlıʃ}

(Επίθετο)
● πολωνικός

(Ουσιαστικό)
● πολωνός

(Ουσιαστικό)
● λεπτότης
● στιλπνότητα
● στιλπνότης
● στίλβωση
● λεπτότητα

(Ρήμα)
● λουστράρω
● γυαλίζω
● στιλβώ
● στιλβώνω
● εξευγενίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.