plunge


plunge
Προφορά

{plʌndʒ}

(Ουσιαστικό)
● βουτιά
● βύθιση
● κατάδυση

(Ρήμα)
● βυθίζω
● βουτώ
● καταδύω
● καταδύομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.