plug Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply plugΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/plug.mp3{plʌg} (Ουσιαστικό)● βύσμα● πώμα● βούλωμα● έμβολο● στόμιο● στόμιο υδροσωλήνος (Ρήμα)● ταπώνω● βουλώνω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση