pleasure Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply pleasureΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pleasure.mp3{‘pleʒər} (Ουσιαστικό)● ευχαρίστηση● τέρψη● ευαρέσκεια● αναψυχή● ηδονή └[Εκφράσεις]┘● with pleasure = ευχαρίστως● μετά χαράς Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση