playful


playful
Προφορά

{‘pleıfəl}

(Ουσιαστικό)
● παιγνιδιάρης

(Επίθετο)
● παιχνιδιάρικος

└[Εκφράσεις]┘
● be in a playful mood = χαριεντίζομαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.