plain


plain
Προφορά

{pleın}

(Επίθετο)
● άδολος
● απέριττος
● σαφής
● καθαρός
● απλός
● σκέτος
● μονόχρωμος
● ομαλός

(Ουσιαστικό)
● κάμπος
● πεδιάδα
● πεδίο
● πεδιάς
● απλός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.