plagiarize Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply plagiarizeΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/plagiarize.mp3{‘pleıdʒə,raız} (Ρήμα)● κάνω λογοκλοπή● λογοκλοπώ● κλέπτω πνευματικήν εργασία άλλου Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση