peril Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply perilΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/peril.mp3{‘perəl} (Ουσιαστικό)● κίνδυνος (Ρήμα)● θέτω εις κίνδυνον Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση