perennial Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply perennialΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/perennial.mp3{pə’renıəl} (Επίθετο)● ολοετής● αιωνόβιος● διηνεκής (Ουσιαστικό)● πολυετές φυτόν Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση