perennial


perennial
Προφορά

{pə’renıəl}

(Επίθετο)
● ολοετής
● αιωνόβιος
● διηνεκής

(Ουσιαστικό)
● πολυετές φυτόν

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.