perch


perch
Προφορά

{pɜ:rtʃ}

(Ουσιαστικό)
● κούρνια
● κούρνια πτηνού
● ράβδος
● πέρκα
● πέρκη

(Ρήμα)
● κουρνιάζω
● στηρίζομαι
● επικάθημαι

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.