pastor Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply pastorΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pastor.mp3{‘pæstər} (Ουσιαστικό)● ιερεύς● πάστορας● πνευματικός ποιμή● ν● τσάντα για ψώνια Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση