past


past
Προφορά

{pæst}

(Επίθετο)
● περασμένος
● παρελθών

(Επίρρημα)
● πέραν

(Ουσιαστικό)
● το παρελθόν

(Πρόθεση)
● μετά

└[Εκφράσεις]┘
● in the past = άλλοτε

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.