partner


partner
Προφορά

{‘pɑ:rtnər}

(Επίθετο)
● εταίρος
● συμμέτοχος

(Ουσιαστικό)
● καβαλιέρος
● ντάμα
● ομόρρυθμος εταίρος
● παρτενέρ
● συγχορευτής
● συνέταιρος
● σύντροφος

└[Εκφράσεις]┘
● of a partner = συνεταιρικός

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.