particular Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply particularΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/particular.mp3{pər’tıkjələr} (Επίθετο)● ιδιαίτερος● λεπτολόγος (Ουσιαστικό)● λεπτομέρεια● λεπτομέρειες● καθέκαστα └[Εκφράσεις]┘● in particular = προπαντός Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση