pan


pan
Προφορά

{pæn}

(Ουσιαστικό)
● Παν
● τέντζερης
● ταψί
● τηγάνι

(Ρήμα)
● τηγανίζω
● καθαρίζω χρυσόν
● επικρίνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.