pair


pair
Προφορά

{peər}

(Ουσιαστικό)
● ζεύγος
● ζευγάρι

(Ρήμα)
● ζευγαρώνω
● ζευγαρώνομαι
● συνδυάζω
● συνδυάζομαι

└[Εκφράσεις]┘
● not paired off = αζευγάρωτος

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.