painting


painting
Προφορά

{‘peıntıŋ}

(Ουσιαστικό)
● χρωμάτισμα
● ζωγραφική
● ζωγραφιά
● εικών
● ζωγραφικός πίνακας
● πίνακας

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.