pain


pain
Προφορά

{peın}

(Ουσιαστικό)
● πόνος
● λύπη

(Ρήμα)
● πονώ
● λυπώ

└[Εκφράσεις]┘
● have pains all over = πονάω παντού
● pains = κόποι
● φροντίδες

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.