pad


pad
Προφορά

{pæd}

(Ουσιαστικό)
● προσκεφαλάκι
● δέσμη χαρτιού διά σημειώματα
● μπλοκ
● συνθήκη

(Ρήμα)
● παραγεμίζω
● βαδίζω
● πεζοπορώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.