pack


pack
Προφορά

{pæk}

(Ουσιαστικό)
● δέμα
● πακέτο
● δέσμη
● ομάδα
● ομάς
● αγέλη

(Ρήμα)
● συσκευάζω
● πακετάρω
● στριμώχνω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.