occasion Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply occasionΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/o/occasion.mp3{ə’keıʒən} (Ουσιαστικό)● ευκαιρία● περίπτωση● περίσταση● αιτία● ανάγκη (Ρήμα)● προξενώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση