occasion


occasion
Προφορά

{ə’keıʒən}

(Ουσιαστικό)
● ευκαιρία
● περίπτωση
● περίσταση
● αιτία
● ανάγκη

(Ρήμα)
● προξενώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.