mop


mop
Προφορά

{mɒp}

(Ουσιαστικό)
● σφουγγαρίστρα
● πικρά μαλλιά

(Ρήμα)
● σφουγγαρίζω
● απορροφώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.