monitor Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply monitorΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/monitor.mp3{‘mɒnıtər} (Ουσιαστικό)● μηνυτής● προειδοποιητής● ελεγκτής εκπομπών● πρωτόσχολος● επιμελητής τάξης Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση